- καρική
- (Carica). Γένος φυτών των τροπικών χωρών, που φέρει τα χαρακτηριστικά του φοίνικα. Αν και χαρακτηρίζεται ως δέντρο, στην πραγματικότητα πρόκειται για θάμνο, ύψους μέχρι 9 μ., χωρίς κλαδιά, με επτάλοβα παλαμοειδή φύλλα, μεγάλα και μαλακά, τα οποία έχουν μακρύ μίσχο. Τα άνθη έχουν κίτρινο χρώμα, ενώ ο καρπός των φυτών αυτών είναι μεγάλος, αρωματικός και εδώδιμος και μοιάζει με μικρό πεπόνι. Το γένος αριθμεί 40 είδη, εκ των οποίων το πιο διαδεδομένο είναι η παπάγιαπεπονόδεντρο, γνωστό και με την επιστημονική ονομασία κ. η παπαΰα. Πρόκειται για δέντρο των τροπικών και υποτροπικών χωρών, ύψους 9 μ., με φύλλα τρυφερά που χρησιμοποιούνται στη μαγειρική. Ο καρπός του είναι σφαιρική ράγα χρώματος κίτρινου-πορτοκαλί, περιέχει πολλούς μαύρους σπόρους και ζυγίζει μέχρι 10 κιλά. Η κ. διαθέτει έναν γαλακτώδη χυμό στους καρπούς, στον βλαστό και στα φύλλα του φυτού, ο οποίος περιέχει ένα ένζυμο, την παπαΐνη. Ο γαλακτώδης χυμός, μετά την εκχύλισή του, αποξηραίνεται και χρησιμοποιείται ως τσίχλα, φάρμακο κατά της δυσπεψίας, οδοντόκρεμα, αλλά και για να μαλακώνει το κρέας. Άλλα γνωστά είδη είναι η κ. η δρυόφυλλη και η κ. η κομψή.
* * *ηβοτ. παλαιότερη ονομασία τού γένους κάρικα*.
Dictionary of Greek. 2013.